μανδραγοριζομένη

μανδραγοριζομένη
μανδραγοριζομένη, ἡ (Α)
πιθ. αυτή που ήπιε μανδραγόρα
2. ως κύριο όν. Μανδραγοριζομένη
τίτλος έργου τού κωμικοῡ Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανδραγόρας μέσω ενός αμάρτυρου *μανδραγορίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μανδραγοριζομένῃ — μανδραγοριζομένη the mandrake drugged fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”